πατήκι

πατήκι
το
βλ. πατίκι (Ι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πατίκι — (I) και πατήκι το η παντόφλα, το πασούμι, και γενικά το παπούτσι, το πατούμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατώ + κατάλ. ίκι (πρβλ. ξυλ ίκι)]. (II) και μπατίκι, το η ετήσια καταβολή σε είδος από κάθε ενορίτη προς τον ιερέα, που ήταν συνήθως 1 κιλό σιτάρι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”